συνεσκότασε

συνεσκότασε
συσκοτάζω
make dark
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συσκοτάζω — και αττ. τ. ξυσκοτάζω Α 1. καθιστώ κάτι εντελώς σκοτεινό («καὶ συσκοτάσω τοὺς ἀστέρας αὐτοῡ», ΠΔ) 2. γίνομαι εντελώς σκοτεινός («καὶ ὁ οὐρανὸς συνεσκότασε νεφέλαις», Πολ.) 3. απρόσ. συσκοτάζει ή ξυσκοτάζει σκοτεινιάζει εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”